- Ζακύνθιος
- ο, θηλ. Ζακύνθιαο κάτοικος τής Ζακύνθου ή αυτός που κατάγεται από τη Ζάκυνθο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ζακύνθιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζακύνθιος — ο θηλ. α Ζακυθινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ζακυνθίων — Ζακύνθιος fem gen pl Ζακύνθιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζακύνθιον — Ζακύνθιος masc acc sg Ζακύνθιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζακυνθίης — Ζακύνθιος fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζακυνθίοις — Ζακύνθιος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζακυνθίου — Ζακύνθιος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζακυνθίους — Ζακύνθιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζακυνθίῳ — Ζακύνθιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζακύνθιοι — Ζακύνθιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)